- σουπίνο
- το(λ. λατ.), ρηματικός τύπος της λατινικής γλώσσας.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σουπίνο — το, Ν γραμμ. ονοματικός ρηματικός τύπος τής λατινικής γλώσσας ο οποίος δηλώνει σκοπό και αναφορά και προήλθε με ουσιαστικοποίηση τού ουδέτερου γένους τού επιθέτου supinus, a, um, που σημαίνει ύπτιος, πλάγιος, επικλινής, και για τον λόγο αυτόν… … Dictionary of Greek
Σουπίνο, Κάμιλος — (Supino). Ιταλός οικονομολόγος (Πίζα 1860 Μιλάνο 1931). Υπήρξε καθηγητής της πολιτικής οικονομίας σε διάφορα ιταλικά πανεπιστήμια και πρόεδρος του Ανώτατου Συμβούλιου του Εμπορικού Ναυτικού. Έγραψε έργα που αναφέρονται σε δικονομικά προβλήματα… … Dictionary of Greek
κόντιτο — και κόνδιτο, το καρπός σακχαρόπηκτος, φρουί γλασέ. [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. conditum, ουσιαστικοποιημένο σουπίνο τού ρ. condio «διατηρώ σε ξίδι ή κρασί, φτιάχνω τουρσί»] … Dictionary of Greek
ύπτιος — α, ο / ὕπτιος, ία, ον, ΝΜΑ πεσμένος, ξαπλωμένος ανάσκελα («κατεκλίθη ὕπτιος», Πλάτ.) νεοελλ. το ουδ. ως ουσ. το ύπτιο α) γραμμ. το σουπίνο β) (αθλ.) η ύπτια κολύμβηση, το ύπτιο κρόουλ αρχ. 1. (για πράγμ.) ανεστραμμένος, αναποδογυρισμένος… … Dictionary of Greek